- ικανοποιία
- ἱκανοποιΐα, ἡ (Α) [ικανοποιώ]εκκλ. ικανοποίηση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek